παπαδουριά

παπαδουριά
η
(σκωπτ.) πλήθος ιερέων, παπαδομάνι, παπαδολόι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. -ουριά* (πρβλ. κλεφτ-ουριά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παπαδαρ(ε)ιό — το 1. πλήθος ιερέων, παπαδομάνι, παπαδουριά 2. το ιερατείο, ο κλήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παπάδες + κατάλ. αρ(ε)ιό (πρβλ. ασκητ αρ(ε)ιό)] …   Dictionary of Greek

  • παπαδολόγι — και παπαδολόι 1. πλήθος παπάδων, παπαδουριά 2. ο κλήρος, το ιερατείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + λό(γ)ι*] …   Dictionary of Greek

  • παπαδομάνι — το πλήθος ιερέων, παπαδολόι, παπαδουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + μάνι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”